14/2/10

Κείμενα εργασίας για τη μετανάστευση και το δημογραφικό

Το παρόν εστάλη στον ΤΕΙΡΕΣΙΑ απο:
Αριστοτέλης Κατράνης, Δικηγόρος, Μ.Δ.

Mε αφορμή την πρόσφατη κατάθεση του προσχεδίου νόμου του ΥΠΕΣ σχετικά με την «Πολιτική συμμετοχή ομογενών και αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα και μακροχρόνια στην Ελλάδα» στη Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης&Δικαιοσύνης της Βουλής των Ελλήνων και δεδομένης της καίριας σημασίας αυτού για το παρόν και το μέλλον του τόπου...




...και με σκοπός μας τον κριτικός σχολιασμό επίμαχων διατάξεων αυτού του προσχεδίου, οι οποίες παρόλο που εν μέρει τροποποιήθηκαν, εξακολουθούν ωστόσο να είναι - κατά τη γνώμη μας - προβληματικές.

Επιπλέον στόχος μας η προβολή προτάσεων για την βελτίωση επίμαχων σημείων του παρόντος προσχεδίου νόμου, έστω και την ύστατη τούτη ώρα, προς μία κατεύθυνση που φιλοδοξεί να συνάδει με το αίσθημα της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αλλά προ πάντων να ανταποκρίνεται ρεαλιστικά προς το συμφέρον της χώρας.

Παράλληλα, δεδομένης της σημασίας της εν λόγω νομοθετικής πρωτοβουλίας της Κυβέρνησης για το παρόν και το μέλλον της χώρας, θεωρούμε ότι αξίζει τον κόπο οι ενδιαφερόμενοι Έλληνες πολίτες να ενημερωθούν κατά το δυνατό νηφάλια και τεκμηριωμένα, τουλάχιστον ως προς ορισμένες επίμαχες ρυθμίσεις του νέου προσχεδίου νόμου, ώστε να διαμορφώσουν πληρέστερη άποψη απέναντι στη νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης, αναλαμβάνοντας συγχρόνως και τις ευθύνες που τους αναλογούν.

Οι δε αρμόδιοι πολιτικοί φορείς δέον να αξιολογήσουν αναλόγως τη βασιμότητα της (εν γένει και εν είδει) ασκούμενης κριτικής, αναλαμβάνοντας και αυτοί με τη σειρά τους τις σοβαρές ευθύνες που επωμίζονται, υιοθετώντας εσπευσμένα με προχειρότητα και απερίσκεπτη σπουδή ένα νομοσχέδιο, που υπέρμετρα ελαστικοποιεί τις προϋποθέσεις χορήγησης ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς. Ιδιαίτερα μάλιστα σε ό,τι αφορά την «ιδιαίτερα εύκολη» απόδοση ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπά τέκνα που γεννήθηκαν στην Ελλάδα από αλλοδαπούς γονείς που διέμειναν στη χώρα νόμιμα για πέντε έτη ή συνέβη να παρακολουθήσουν επιτυχώς έξι τάξεις σε ελληνικό σχολείο στην Ελλάδα ανεξαρτήτως του νομικού status των γονέων τους.

Ιδιαίτερα προβληματικό είναι ότι τα εν λόγω πρόσωπα σχετικά αυτόματα και με συνοπτικές διαδικασίες (με βάση και το παρόν προσχέδιο νόμου) αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια σε χρόνο που ανάγεται όχι μόνο στο μέλλον, αλλά και αναδρομικά στο παρελθόν, χωρίς να προσδιορίζεται από το νομοθέτη καμία συγκεκριμένη προθεσμία. Εκφράζονται βάσιμες ανησυχίες ότι τέτοιου είδους ρυθμίσεις θα εντείνουν το ήδη οξυμένο μεταναστευτικό ρεύμα που κατά κοινή ομολογία όλων μαστίζει τη χώρα με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την κοινωνική συνοχή και την ασφάλεια της. Επιπρόσθετα, η χορήγηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε αλλοδαπούς μετανάστες, δεδομένων και των παραπάνω προβλημάτων, δεν αποτελεί μονάχα συνταγματική ακροβασία, αλλά ανοίγει «παράθυρο» στη δημιουργία πολιτικών συνασπισμών, έστω και σε τοπικό επίπεδο, που ενδεχομένως δε θα έχουν ως πρώτη προτεραιότητα τους την εξυπηρέτηση εγχώριων συμφερόντων.

2. Κριτική θεώρηση ως προς το πολιτικό υπόβαθρο του προσχεδίου
Είναι αλήθεια ότι με το παρόν προσχέδιο νόμου κλείνουν ορισμένα κενά ιδιαίτερα ως προς τις προϋποθέσεις πολιτογράφησης αλλοδαπών σε σχέση με το προηγούμενο σχέδιο νόμου, που είχε τεθεί σε δημόσια διαβούλευση. Αν και επίμαχες διατάξεις του προσχεδίου νόμου, εν μέρει τροποποιήθηκαν, στην πραγματικότητα όμως αυτές οι αλλαγές συμβάλλουν μόνο περιορισμένα σε ουσιαστική βελτίωση του αρχικώς προταθέντος καθεστώτος απόδοσης ιθαγένειας σε αλλοδαπούς μετανάστες. Η αρχική φιλοσοφία του νομοσχεδίου διατηρήθηκε επί της ουσίας.

Το πρόσφατα κατατεθέν προσχέδιο νόμου συνεπώς προδίδει ως έχει προς το παρόν, ότι η Κυβέρνηση δεν έχει σοβαρή διάθεση να προβεί σε ουσιαστικές τροποποιήσεις, που θα διασφαλίζουν τις απαραίτητες εκείνες προϋποθέσεις χορήγησης ελληνικής ιθαγένειας, ιδιαίτερα σε αλλοδαπά τέκνα, ώστε να διασφαλίζεται έστω στοιχειωδώς, ότι αυτά θα έχουν όντως αναπτύξει μόνιμο και νόμιμο νομικό και πολιτικό δεσμό με την ελληνική πολιτεία και την ελληνική κοινωνία, κατά τη στιγμή που τους αποδίδεται η ελληνική ιθαγένεια.

Όπως φάνηκε και από την εκτός ημερησίας διατάξεως συζήτηση του προσχεδίου νόμου στη Βουλή, η Κυβέρνηση εμμένει στην λανθασμένη τακτική «επίλυσης του κρίσιμου μεταναστευτικού προβλήματος με την προώθηση ρυθμίσεων, που σχεδόν χαριστικά παραχωρούν μαζικά την ελληνική ιθαγένεια σε έναν απροσδιόριστο αριθμό αλλοδαπών. Επιμέρους στόχος της Κυβέρνησης είναι η ενίσχυση της «πολυπολιτισμικής κοινωνίας» στην Ελλάδα. Και τούτο, υπό την επίδραση του ιδεολογήματος, ότι η παραδοσιακή μορφή του κράτους και της κοινωνίας, ο πυρήνας των οποίων στηρίζεται σε εθνικές αξίες και αρχές, είναι πλέον παρωχημένη, και άρα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα «ετσιθελικά» εισαγόμενο μετανεωτερικό, «βαβελικό» μοντέλο αλλοπρόσαλλης πρόσμειξης αλλοδαπών πολιτισμών και λαών στο «πειραματικό εργαστήρι», που λέγεται Ελλάδα.

Βασικό επιχείρημα αυτής της θέσης αποτελεί, ότι η παραχώρηση ιθαγένειας επιφέρει την ενσωμάτωση των μεταναστών. Όπως όμως τεκμηριώθηκε με στοιχεία και σε προηγούμενη συμβολή μας[2], τα ίδια τα γεγονότα σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο διαψεύδουν τη συγκεκριμένη λογική. Είναι εξάλλου δεδομένο, ότι όπου εφαρμόζονται μέτρα μαζικών νομιμοποιήσεων ή ιθαγενοποιήσεων αλλοδαπών ενισχύεται περαιτέρω και το μεταναστευτικό ρεύμα.

Η εν λόγω νομοθετική πρωτοβουλία αποτελεί ίσως το αποκορύφωμα κλιμάκωσης της συνηθισμένης πλέον τις τελευταίες δεκαετίες «αμήχανης» πρακτικής του ελληνικού κράτους να νομιμοποιεί εκ των υστέρων παράνομες καταστάσεις (εκκινώντας λ.χ. από τα αυθαίρετα κτίσματα και φτάνοντας έως του παράνομα εισελθόντες και διαμένοντες αλλοδαπούς στη χώρα). Είναι δεδομένο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των περίπου 700.000 νόμιμων μεταναστών που διαμένουν σήμερα στη χώρα, εισήλθαν σε αυτή παράνομα, και εκ των υστέρων νομιμοποιήθηκαν. Σε σχέση με αυτό, η έμμεση παρομοίωση των παράνομων μεταναστών με τους Μικρασιάτες πρόσφυγές από τον πρωθυπουργό, δεν αποτελεί μονάχα πολιτικοκοινωνικό και ιστορικό ατόπημα, αλλά αναδεικνύει εξόφθαλμα και την κυβερνητική σύγχυση ως προς την αντίληψη της στοιχειώδους φύσης και των διαστάσεων του μεταναστευτικού προβλήματος, όσο και της απαιτούμενης θέσης της χώρας απέναντι σε αυτό.

Απομένουν να απαντηθούν βασικά ερωτήματα από την Κυβέρνηση, που εμμέσως πλην σαφώς έχουν σχέση με το παρόν προσχέδιο για την αλλαγή του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας:

- Τί σχεδιάζει να πράξει για τους πάνω από 1.000.000 παράνομους μετανάστες που διαμένουν, «λιμνάζοντες» στη χώρα;

- Πώς θα κατορθώσει να αναχαιτίσει το εδώ και πάνω από μία δεκαετία συνεχιζόμενο και αυξανόμενο ρεύμα παράνομης μετανάστευσης στη χώρα, που εξαιτίας των χαριστικών διευκολύνσεων που παρέχει η Κυβέρνηση, αναμένεται ότι θα ενταθεί;

- Πώς θα διασφαλίσει, ότι τα αλλοδαπά τέκνα που σχεδόν αυτόματα ιθαγενοποιούνται θα ενσωματωθούν πλήρως στην ελληνική κοινωνία και ταυτότητα, αναπτύσσοντας πραγματικά μόνιμο, νομικό και πολιτικό δεσμό με τη χώρα;

ΙΙ. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΕΠΙΜΑΧΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ

1. Σχόλιο ως προς τις προϋποθέσεις απόδοσης ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπά τέκνα γεννημένα στην Ελλάδα
Ως προς το κατατεθειμένο στη Βουλή προσχέδιο νόμου εστιάζουμε την προσοχή μας στις εξής προβληματικές διατάξεις:

Το άρθρο 1 Α παρ. 1 του προσχεδίου αναφέρει τα εξής:
«Τέκνο αλλοδαπών που γεννιέται και συνεχίζει να ζει στην Ελλάδα από γονείς που διαμένουν νόμιμα και οι δυο στη χώρα επί πέντε τουλάχιστον συνεχή έτη, αποκτά από τη γέννησή του την ελληνική ιθαγένεια, εφόσον οι γονείς του υποβάλουν κοινή σχετική δήλωση και αίτηση εγγραφής του τέκνου στο δημοτολόγιο του δήμου της μόνιμης κατοικίας του, εντός τριών ετών το αργότερο από τη γέννηση. Σε περίπτωση μεταγενέστερης υποβολής της δήλωσης και αίτησης, η ιθαγένεια αποκτάται από την υποβολή της σχετικής δήλωσης και αίτησης. Αν το τέκνο γεννήθηκε πριν τη συμπλήρωση της πενταετούς νόμιμης διαμονής και από τους δύο γονείς στη χώρα, η παραπάνω κοινή δήλωση και αίτηση εγγραφής υποβάλλεται με την παρέλευση της πενταετούς συνεχούς νόμιμης διαμονής και του δεύτερου γονέα, το δε τέκνο αποκτά την ελληνική ιθαγένεια από την υποβολή της δήλωσης και αίτησης.»

Εδώ ο νομοθέτης τροποποιεί εν μέρει την αντίστοιχη διάταξη[3] του σχεδίου νόμου στα εξής σημεία: Κατ’ αρχήν στο εδάφιο α΄ και οι δύο γονείς του αλλοδαπού τέκνου που γεννήθηκε στην Ελλάδα πρέπει να διαμένουν νόμιμα στη χώρα επί πέντε συνεχή έτη, προκειμένου να μπορεί από τη γέννησή του να αποκτήσει με κοινή δήλωσή και αίτηση των γονέων του στο δημοτολόγιο την ελληνική ιθαγένεια. Η τροποποίηση αυτή σε συνδυασμό με την παρ. 3 του εν λόγω άρθρου, που θέτει ως προϋπόθεση για την κατάθεση του αιτήματος απόκτησης ιθαγένειας την κατοχή από τους γονείς τίτλων διαμονής στη χώρα σε ισχύ κατά το χρόνο κατάθεσης του αιτήματος, κινείται προς την σωστή κατεύθυνση.

Δεχόμαστε όμως με άκρα επιφύλαξη τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι με το συγκεκριμένο προσχέδιο δεν ωφελούνται έστω και έμμεσα παράνομοι μετανάστες, που τα παιδιά τους έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα. Ο λόγος για τις επιφυλάξεις μας συνδέεται με την ρύθμιση της παρ. 4 του ιδίου άρθρου, σύμφωνα με την οποία την δήλωση για απόκτηση ιθαγένειας του τέκνου μονογονεϊκής οικογένειας μπορεί να την υποβάλει και ο εναπομείνας γονέας ή ο γονέας στον οποίο έχει ανατεθεί η γονική μέριμνα του ανηλίκου και εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπό του οι λοιπές σχετικές προϋποθέσεις (εν προκειμένω της πενταετούς νόμιμης διαμονής στη χώρα).

Το πρόβλημα συνίσταται στην τάση διεύρυνσης της συγκεκριμένης έννοιας ώστε να περιλαμβάνει εκτός από τις συνήθεις περιπτώσεις (θάνατος, διαζύγιο, διάσταση, ανύπαντρες μητέρες) και όλες εκείνες, στις οποίες η γονική μέριμνα ασκείται από τον ένα γονέα λόγω απουσίας του άλλου (μετανάστευση, θητεία στο Στρατό, έκτιση ποινής, εγκατάλειψη)[4]

Έτσι, μονογονεϊκή δύναται να θεωρηθεί και η οικογένεια όπου το παιδί ζει με τον έναν γονέα στην Ελλάδα, ενώ ο άλλος γονέας βρίσκεται στο εξωτερικό. Στην περίπτωση άλλωστε αυτή, αυτοδικαίως και εκ του νόμου (σύμφωνα με το άρθρο 1510 παρ. 3 εδ. α΄ του Αστικού Κώδικα) τη γονική μέριμνα ασκεί μόνος του ο γονέας που ζει με το τέκνο, καθώς ο άλλος τελεί σε πραγματική αδυναμία να την ασκήσει, αφού έχει γίνει δεκτό ότι τέτοια αδυναμία υφίσταται και στην περίπτωση μακράς παραμονής στο εξωτερικό. Περαιτέρω, έχει γίνει δεκτό ότι ο γονέας που έχει την φροντίδα του τέκνου μπορεί να ζητήσει και δικαστικώς την διαπίστωση της αδυναμίας άσκησης της γονικής μέριμνας εκ μέρους του απόντος γονέα και επομένως την αναγνώριση της εξουσίας του για μονομερή ενέργεια.[5]

Με βάση επομένως το οικογενειακό δίκαιο και την ευρεία ερμηνεία του όρου «μονογονεϊκή οικογένεια» είναι πολύ πιθανή η ανατροπή της προϋπόθεσης νόμιμης διαμονής και των δύο γονέων στη χώρα. Πρακτικά, αυτή η ανατροπή μπορεί να επέλθει και σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο ένας σύζυγος διαμένει παράνομα στη χώρα, καθώς δεν μπορεί να ελεγχθεί και αποδειχθεί επαρκώς η παρουσία του σε αυτή. Έτσι, κάλλιστα, μπορεί ο έτερος νόμιμα διαμένων σύζυγος να ισχυριστεί την μακρόχρονη απουσία του άλλου στο εξωτερικό (και επομένως την αδυναμία άσκησης από αυτόν της γονικής μέριμνας) και να υποβάλει μονομερώς αίτημα χορήγησης ιθαγένειας για το κοινό τέκνο. Με τον τρόπο αυτό, θα κατορθώσει να νομιμοποιήσει τον παράνομο σύζυγο μέσω της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης με Έλληνα πολίτη! Επειδή, είναι πολύ πιθανό ότι θα προκύψουν δικαστικές διενέξεις, θα πρέπει από τώρα ο νομοθέτης να προβεί σε ορισμό της μονογονεϊκής οικογένειας κατά τρόπον ώστε να αποκλείονται ξεκάθαρα τα ανωτέρω ενδεχόμενα.

Πέραν του ανωτέρω σοβαρού νομικού «παραθύρου», που συνδέεται με την περίπτωση των μονογονεϊκών οικογενειών, εγείρονται και άλλα κρίσιμα ζητήματα – ερωτήματα σχετικά με την παρ. 1 του άρθρου 1 Α του προσχεδίου. Ειδικότερα:

- Α) Στο α΄ εδάφιο του προσχεδίου ο νομοθέτης προσθέτει τώρα ότι το γεννημένο στην Ελλάδα αλλοδαπό τέκνο πρέπει να συνεχίζει να ζει στην Ελλάδα. Με την εισαγωγή αυτής της προϋπόθεσης ο νομοθέτης επιχειρεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο απομάκρυνσης του τέκνου από την Ελλάδα μετά τη γέννηση του και πριν την υποβολή της αίτησης εγγραφής του στο οικείο δημοτολόγιο.

Η προσθήκη αυτή έχει ελάχιστη πρακτική σημασία, αφού το δικαίωμα δύναται να ασκηθεί για το τέκνο αμέσως μετά τη γέννηση του χωρίς εν συνεχεία αυτό να εμποδίζεται να φύγει από τη χώρα, σύμφωνα, άλλωστε με την συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία μετακίνησης των Ελλήνων πολιτών (άρθρο 5 παρ. 4 του Συντάγματος). Πρακτικά, ένα παιδί λ.χ. από το Πακιστάν μπορεί να εγγραφεί λίγες ημέρες μετά τη γέννηση του στο οικείο δημοτολόγιο και αμέσως μετά να φύγει με τους γονείς του από τη χώρα και να εγκατασταθεί μόνιμα στο εξωτερικό του χωρίς να χάνει την ελληνική ιθαγένεια ούτε αυτό ούτε οι απόγονοί του!

Εδώ, λοιπόν, πρέπει να καταστήσουμε τούτο σαφές: Άπαξ και δοθεί η ελληνική ιθαγένεια, σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας μας, (άρθρο 4 παρ. 3 εδ. β΄) δεν μπορεί να αφαιρεθεί παρά μόνο στην περίπτωση εκούσιας απόκτησης άλλης ιθαγένειας ή με ανάληψη σε ξένη χώρα υπηρεσίας αντίθετης προς τα εθνικά συμφέροντα. Και βέβαια, δεν μπορεί να θεωρηθεί «εκούσια απόκτηση ιθαγένειας», η αυτοδίκαιη κτήση με τη γέννηση, της ιθαγένειας που έχουν οι αλλοδαποί γονείς.

Υπό το πρίσμα αυτού του συνταγματικού περιορισμού, η απονομή ιθαγένειας είναι ουσιαστικά αμετάκλητη. Επομένως, στο παράδειγμά μας, το παιδί από το Πακιστάν που έφυγε μόνιμα στο εξωτερικό, έχει αποκτήσει αυτό και οι απόγονοί του αμετάκλητο νομικό δεσμό με την Ελλάδα την ίδια στιγμή που ο πραγματικός του δεσμός με τη χώρα είναι ολίγων μόλις ημερών! Και δεν μπορεί βέβαια να θεωρηθεί ουσιαστικός δεσμός με τη χώρα η ενδεχομένως προσωρινή (πενταετής) διαμονή σε αυτή των αλλοδαπών γονέων του. Δημιουργείται συνεπώς το παράδοξο, ότι τα εν λόγω τέκνα θα έχουν μεν αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια από τη γέννησή τους, στην πράξη όμως δεν θα έχουν όμως ουσιαστικό νομικό και πολιτικό δεσμό με τη χώρα, αφού δεν προβλέπεται από το νομοθέτη έστω ένα ελάχιστο χρονικό όριο μόνιμης και νόμιμης διαμονής τους στη χώρα (π.χ. 6,7,8 χρόνια κ.ο.κ.). Δεν παρέχεται από το νομοθέτη η παραμικρή ασφαλιστική δικλείδα, ότι το εν λόγω τέκνο, που αποκτά με τη συγκεκριμένη διάταξη την ελληνική ιθαγένεια, θα έχει με κάποιο τρόπο σωματικό (corpus) ή ψυχικό (animus) δεσμό με την Ελλάδα.

Μάλιστα, σε αντίθεση με το σχέδιο που τέθηκε σε διαβούλευση, στο προσχέδιο νόμου που κατατέθηκε στη Βουλή δεν απαιτείται η διαμονή των γονέων στη χώρα να είναι μόνιμη. Προσδιορίζεται συνεπώς μια ακόμα χαλαρότερη σχέση των αλλοδαπών γονέων του υπό ελληνοποίηση αλλοδαπού τέκνου με τη χώρα μας, γεγονός που επιτείνει τις ανησυχίες μας για καταχρηστική παραμονή αλλοδαπών ζευγαριών, που έχουν αποφασίσει να φύγουν από την χώρα, πλην όμως θα αναμείνουν την γέννηση ενός παιδιού τους σε αυτήν, για να πάρει αυτό την ελληνική ιθαγένεια και επομένως, το πολυπόθητο ευρωπαϊκό διαβατήριο. Έτσι, όπως καταδείξαμε παραπάνω, γεννημένα στην Ελλάδα τέκνα αλλοδαπών οικονομικών μεταναστών που ήλθαν προσωρινά στην Ελλάδα να εργαστούν και διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα τουλάχιστον για πέντε έτη, αποκτούν αυτόματα την ελληνική ιθαγένεια, ασχέτως, αν οι γονείς αμέσως μετά τη γέννηση και ελληνοποίηση του τέκνου εγκαταλείψουν οριστικά τη χώρα παίρνοντας μαζί και το τέκνο τους.

Επιπλέον, η μεταβολή αυτή ωφελεί τους αλλοδαπούς που ήλθαν στην Ελλάδα με προσωρινές άδειες διαμονής (όπως για σπουδές), οι οποίες δεν μπορούν να ανανεωθούν για άλλο λόγο (λ.χ. για εργασία). Έτσι, π.χ. αλλοδαποί φοιτητές που έχουν σύμφωνα με τη νομοθεσία δικαίωμα να μείνουν στη χώρα μέχρι 6 χρόνια (4 χρόνια σπουδών + 2 maximum χρόνια) συν τα χρόνια για μεταπτυχιακό και εν συνεχεία υποχρεούνται να φύγουν από τη χώρα, μπορούν να αποκτήσουν τέκνο, που μέχρι το τέλος των σπουδών τους θα μπορεί σίγουρα να λάβει την ελληνική ιθαγένεια. Σε μια χώρα με ιδιαίτερα εντεινόμενη υπογεννητικότητα του ιθαγενούς πληθυσμού σε διεθνές επίπεδο, τροφοδοτείται απερίσκεπτα με τέτοιου είδους ρυθμίσεις, δεδομένου του αυξημένου ρυθμού γεννήσεων των αλλοδαπών στην Ελλάδα, η επιτάχυνση της διαδικασίας ανατροπής της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμού της χώρας, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, για τη συλλογική ιστορική μνήμη και για άλλα παραδοσιακά στοιχεία του πολιτισμού της.

Ο παραλογισμός αυτός θα είχε μερικώς μετριαστεί, αν ο νομοθέτης φρόντιζε τουλάχιστον να θέσει ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση του εν λόγω δικαιώματος, την κτήση από τους αλλοδαπούς γονείς τέκνου γεννημένου στην Ελλάδα της ιδιότητας του επί μακρόν διαμένοντος σύμφωνα με τα άρθρα 67 επ. του ν. 3386/2005 σε συνδυασμό και με το π.δ. 150/2006, (ΦΕΚ Α΄ 135) [6] και την παρέλευση ενός πολυετούς διαστήματος μόνιμης, νόμιμης και συνεχούς διαμονής του ίδιου του τέκνου στη χώρα.

Έτσι θα υπήρχε ένα τεκμήριο ότι οι γονείς όντως κατοικούν μόνιμα στη χώρα, γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό και ότι έχουν δώσει δείγματα ενσωμάτωσης στην ελληνική κοινωνία. Παράλληλα, θα έπρεπε να δίδεται η δυνατότητα να ληφθεί υπόψη η βούληση του ίδιου του παιδιού σε μια πιο ώριμη ηλικιακή φάση (π.χ. εντός τριών ετών από την ενηλικίωσή του ή επιεικέστερα έστω στα δεκατέσσερα του έτη) .
Σε κάθε περίπτωση σημειώνουμε ότι όλες οι παραπάνω προτάσεις περιορίζουν τις αρνητικές συνέπειες της αυτόματης ιθαγενοποίησης των αλλοδαπών τέκνων και σε καμία περίπτωση δεν τις εξαλείφουν.

- Β) Περαιτέρω, στο εδάφιο β΄ του άρθρου 1 Α ορίζεται ότι:
«Σε περίπτωση μεταγενέστερης υποβολής της δήλωσης και αίτησης των αλλοδαπών γονέων του ανωτέρω τέκνου η ιθαγένεια αποκτάται από την υποβολή της σχετικής δήλωσης και αίτησης.»

Εξαιτίας της ρύθμισης αυτής, η τριετής προθεσμία που τέθηκε με το εδάφιο α΄ έχει σημασία μόνο για τον προσδιορισμό του χρόνου κτήσης της ιθαγένειας και επομένως δεν αντιμετωπίζει άλλα πρακτικά ζητήματα, όπως την περίπτωση απομάκρυνσης της αλλοδαπής οικογένειας από τη χώρα μετά την θεμελίωση του σχετικού δικαιώματος και επανείσοδο σε αυτή ύστερα από πολυετή απουσία και λίγο πριν την ενηλικίωση του παιδιού. Και αυτό, διότι δεν είναι σαφές αν η προϋπόθεση της συνεχιζόμενης παραμονής του παιδιού στη χώρα που προβλέπεται στο εδάφιο α΄ εφαρμόζεται και στην περίπτωση του εδαφίου β΄.

- Γ) Προβληματική εξακολουθεί να είναι και η διάταξη του εδαφίου γ΄. Εδώ ορίζεται ότι:
«Αν το τέκνο γεννήθηκε πριν τη συμπλήρωση της πενταετούς νόμιμης διαμονής και των δύο γονέων στη χώρα, η κοινή δήλωση και αίτηση εγγραφής υποβάλλεται με την παρέλευση της πενταετούς συνεχούς νόμιμης διαμονής και του δεύτερου γονέα, το δε τέκνο αποκτά την ελληνική ιθαγένεια από την υποβολή της δήλωσης και αίτησης.»

Αν εξαιρέσουμε τη θετική εξέλιξη της προσθήκης του δεύτερου γονέα, σε αντιστοιχία με τα ισχύοντα στο εδάφιο α΄, κατά τα λοιπά ισχύουν οι ενστάσεις που διατυπώθηκαν και για τη ρύθμιση που τέθηκε υπό διαβούλευση:
Ειδικότερα, δεν διευκρινίζεται αν υπάγονται στη ρύθμιση οι αλλοδαποί που γεννήθηκαν στην Ελλάδα από παράνομους μετανάστες, που εκ των υστέρων νομιμοποιήθηκαν και συμπλήρωσαν έκτοτε πενταετή νόμιμη διαμονή στη χώρα. Η περίπτωση αυτή είναι συνήθης στην ελληνική πραγματικότητα αν λάβουμε υπόψη τους λαθρομετανάστες, που εισήλθαν στη χώρα μετά την πτώση του ανατολικού μπλοκ το 1990, αλλά νομιμοποιήθηκαν με τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν το 1997, το 2001, το 2005 και το 2007.

Έτσι, τέκνα αλλοδαπών, που γεννήθηκαν στο μεσοδιάστημα πριν τη νομιμοποίηση των γονέων τους, ακόμη και αν σήμερα είναι ενήλικα, μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή τη διάταξη. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να διευρυνθεί σε μεγάλο βαθμό ο αριθμός των ατόμων που θα αποκτήσουν αυτόματα την ελληνική ιθαγένεια, χωρίς όμως να ελεγχθεί, από τις προβλεπόμενες διαδικασίες για την πολιτογράφηση ή έστω από τις διατάξεις που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης της ιδιότητας του επί μακρόν διαμένοντος, ο βαθμός ενσωμάτωσής τους στην ελληνική κοινωνία και τον ελληνικό πολιτισμό.

Ανάμεσα σε αυτή την κατηγορία προσώπων υπάρχουν βεβαίως πολλοί που ενδεχομένως αισθάνονται ενεργά μέλη της ελληνικής κοινωνίας. Υπάρχουν όμως και πολλοί που ενώ δεν έχουν ενσωματωθεί επαρκώς στην ελληνική κοινωνία θα επιχειρήσουν να επωφεληθούν από αυτή τη διάταξη, μόνο και μόνο για να απολαύσουν τα προνόμια του Έλληνα και Ευρωπαίου πολίτη που απορρέουν από την απόδοση σε αυτούς της ελληνικής ιθαγένειας.

Όντας υποστηρικτές της πραγματικά νόμιμης μετανάστες και της ομαλής ενσωμάτωσης των αλλοδαπών μεταναστών στην ελληνική κοινωνία, διερωτόμαστε: Για ποιό λόγο άραγε η Πολιτεία χορηγεί μαζικά την ελληνική ιθαγένεια στα εν λόγω πρόσωπα χωρίς να προβλέπει τον παραμικρό έλεγχο ενσωμάτωσης τους στην ελληνική κοινωνία και πολιτισμό;

Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι με τη ρύθμιση αυτή για άλλη μια φορά επιβραβεύεται η παράνομη μετανάστευση. Γιατί από τη μία πλευρά οι παράνομοι μετανάστες νομιμοποιούνται εκ των υστέρων, ενώ από την άλλη πλευρά τα γεννημένα στην Ελλάδα τέκνα τους αποκτούν με τη συμπλήρωση πέντε ετών νόμιμης διαμονής των γονέων τους στη χώρα εκ των υστέρων την ελληνική ιθαγένεια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δημιουργείται ένα αρνητικό προηγούμενο. Διότι κάθε νομιμοποίηση ανοίγει το δρόμο σε ένα νέο κύμα αυθαιρεσίας και παρανομιών. Η Κυβέρνηση, δυστυχώς, δίνει το μήνυμα ότι στην Ελλάδα υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες σε σχέση με την αντιμετώπιση των λαθρομεταναστών, που φθάνει μέχρι και στη χορήγηση σε αυτούς της δυνατότητας κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας μετά από ορισμένα χρόνια, αφού προηγουμένως θα έχουν νομιμοποιηθεί από το κράτος. Αυτή η ανεύθυνη στάση σε μια τόσο κρίσιμη εποχή έξαρσης των μεταναστευτικών ροών παγκοσμίως, θα καταστήσει την Ελλάδα μαγνήτη για νέα ρεύματα λαθρομετανάστευσης.

Δεν πρέπει επ' ουδενί να παραγνωρίζεται η παράμετρος, ότι η Ελλάδα λόγω της γεωγραφικής της θέσης, αλλά και άλλων παραγόντων, αποτελεί τη μεγαλύτερη πύλη εισόδου παράνομων μεταναστών στο ευρωπαϊκό έδαφος. Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Έλληνα υπουργού Πολιτικής Προστασίας ενώπιον του εκτελεστικού διευθυντή της Frontex κ. Ιλκα Λάϊτινεν: «Το 75% των λαθρομεταναστών που κατευθύνονται ή καταλήγουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση περνούν από την Ελλάδα».[7]

Είναι μάλιστα δεδομένο ότι από αυτούς τους ανθρώπους ένα σημαντικό ποσοστό «εγκλωβίζεται» στη χώρα λόγω της αδυναμίας του κράτους ως προς της διεξαγωγή επαρκών ελέγχων, ενώ στην πραγματικότητα ο τελικός προορισμός τους δεν είναι η Ελλάδα. Έτσι εκ των πραγμάτων μεγάλος αριθμός αυτών λιμνάζει στη χώρα, καθώς ακόμα και αν καταφέρει μέσω της Ελλάδας να διαφύγει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τις περισσότερες φορές επαναπροωθείται στην Ελλάδα, από τις άλλες χώρες της ΕΕ, όπου συλλαμβάνεται, σύμφωνα και με τον Κανονισμού «Δουβλίνο ΙΙ», που λειτουργεί σε βάρος της Ελλάδας και προς όφελος των κρατών της ΕΕ που δεν αποτελούν πύλη εισόδου μεταναστών στην Ευρώπη.
Προς αποφυγή λοιπόν παρερμηνειών και νομικών «παραθύρων» ευνοϊκών για την παράνομη μετανάστευση προτείνουμε (με τη λογική του «μη χείρον βέλτιστον») την επαναδιατύπωση της συγκεκριμένης παραγράφου ως εξής:
«Τέκνο αλλοδαπών που γεννιέται στην Ελλάδα από νομίμως διαμένοντες γονείς, και συνεχίζει να ζει νόμιμα στη χώρα μέχρι το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του δύναται, μέχρι την ενηλικίωση του, να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια με κοινή σχετική δήλωση των γονέων του και την εγγραφή στο δημοτολόγιο της μόνιμης κατοικίας του, εφόσον έχει επιτυχώς παρακολουθήσει σε ελληνικό σχολείο στην Ελλάδα την πρώτη βαθμίδα σχολικής εκπαίδευσης και οι δύο του γονείς υπάγονται στο καθεστώς των επί μακρόν διαμενόντων. Η σχετική βούληση του τέκνου σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πριν την οριστική του εγγραφή του στο δημοτολόγιο. Εφόσον οι προϋποθέσεις του εδαφίου α΄ είχαν πληρωθεί, πλην όμως η δήλωση και αίτηση εγγραφής στο δημοτολόγιο δεν υποβλήθηκε από τους γονείς πριν από την ενηλικίωση του, υποβάλλεται από το ίδιο το τέκνο εντός τριών ετών από την συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του.»

2. Σχόλιο ως προς τις προϋποθέσεις απόδοσης ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπά τέκνα που έχουν παρακολουθήσει σχολείο στην Ελλάδα
- Α) Το άρθρο 1 Α παρ. 2 αναφέρει τα εξής:
«Τέκνο αλλοδαπών που έχει ολοκληρώσει επιτυχώς την παρακολούθηση έξι τουλάχιστον τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα και κατοικεί μόνιμα και νόμιμα στη χώρα αποκτά την ελληνική ιθαγένεια από τη συμπλήρωση του εξαετούς χρόνου φοίτησης με κοινή δήλωση και αίτηση εγγραφής στο δημοτολόγιο του Δήμου μόνιμης κατοικίας του που υποβάλλουν οι γονείς του το αργότερο εντός τριών ετών.»

Το άρθρο 1Α παρ. 2 τροποποιεί εν μέρει την αντίστοιχη διάταξη του προηγούμενου σχεδίου[9]. Η κυριότερη τροποποίηση έγκειται στο ότι απαλείφεται η διάταξη του προηγούμενου σχεδίου, που όριζε ότι ελληνική ιθαγένεια αποκτά με την ενηλικίωσή του και τέκνο αλλοδαπών που έχει παρακολουθήσει τις τρεις πρώτες τάξεις υποχρεωτικής εκπαίδευσης σε ελληνικό σχολείο στην Ελλάδα και κατοικεί μόνιμα στη χώρα. Η απάλειψη του εν λόγω εδαφίου είναι μεν ένα θετικό βήμα, πλην όμως δεν αγγίζει τον πυρήνα της ρύθμισης που συνδέει την απονομή ιθαγένειας με ελάχιστα χρόνια φοίτησης στο ελληνικό σχολείο.

Με δεδομένο ότι τα Ελληνόπουλα υποχρεούνται από το νόμο να παρακολουθούν την εννεαετή υποχρεωτική σχολική εκπαίδευση, θα έπρεπε και τα τέκνα αλλοδαπών, που δεν έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα να πληρούν τουλάχιστον αυτή την προϋπόθεση. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορεί να διασφαλίζεται κατά το δυνατό μεταξύ άλλων, έστω και μέσω του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, η ομαλή ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία και εν γένει τον ελληνικό πολιτισμό. Επιπλέον, εξασφαλίζεται και η ίση μεταχείριση μεταξύ των Ελληνόπουλων και των αλλοδαπών τέκνων, που επιθυμούν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, στο επίπεδο τουλάχιστον της υποχρεωτικής εκπαίδευσης σε ελληνικό σχολείο.

Κρίσιμο είναι επίσης, ότι ο νομοθέτης φαίνεται ότι αφήνει ανοιχτό το ζήτημα, αν η μονιμότητα και η νομιμότητα της κατοικίας του τέκνου στην Ελλάδα πρέπει να συντρέχει ήδη κατά τον χρόνο έναρξης του χρόνου παρακολούθησης έξι τουλάχιστον τάξεων στο ελληνικό σχολείο ή αρκεί απλώς να συντρέχει κατά τον χρόνο της επιτυχούς ολοκλήρωσης των έξι τάξεων ή, απλώς, κατά τον χρόνο υποβολής του σχετικού αιτήματος (;).
Το ζήτημα αυτό είναι σημαντικό να διευκρινιστεί, διότι αν ισχύουν οι εναλλακτικές υποθέσεις, γεγονός που συνάδει και με το γράμμα του νόμου, τότε την ελληνική ιθαγένεια αποκτούν ακόμα και αλλοδαπά τέκνα που γεννήθηκαν ή εν συνεχεία εισήλθαν στη χώρα, χωρίς να έχουν τα ίδια ή οι γονείς τους άδεια διαμονής και έτσι συνέχιζαν να ζουν παράνομα στην Ελλάδα κατά τη φοίτησή τους σε ελληνικό σχολείο, αλλά ωστόσο εκ των υστέρων νομιμοποιήθηκαν μαζί με τους γονείς τους, σύμφωνα με τους σχετικούς νόμους που προαναφέρθηκαν.

Εν όψει των ανωτέρω, είναι απαράδεκτο και επιζήμιο για τα εθνικά συμφέροντα, να μετατρέπεται, με αυτόν τον τρόπο ένα ανθρωπιστικό δικαίωμα και αντίστοιχα μια διεθνής υποχρέωση του κράτους φιλοξενίας, να παρέχει δηλ. δωρεάν εκπαίδευση στους ανηλίκους αλλοδαπούς ακόμα και αν διαμένουν παράνομα στη χώρα (σύμφωνα με τα άρθρα 2&28 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2101/1992), σε υποχρέωση απόδοσης ιθαγένειας.

Βέβαια, τα εν λόγω τέκνα δεν είναι υπεύθυνα για την ενδεχόμενη παράνομη είσοδο των γονέων τους στη χώρα. Γι’ αυτό και η νομοθεσία (ν.3386/2005) εγγυάται την ανεμπόδιστη πρόσβασή τους στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και το σύστημα υγείας. Από την άλλη, όμως, δεν είναι δυνατόν να επιβραβεύεται, για άλλη μια φορά, εκ πλαγίων η παράνομη μετανάστευση των γονέων τους. Διότι χωρίς καμία περαιτέρω προϋπόθεση τα τέκνα τους αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια, γεγονός από το οποίο νομικά μπορούν να επωφεληθούν και οι ίδιοι ως γονείς Έλληνος.

Πέραν τούτου, εντύπωση προκαλεί ότι ενώ στο άρθρο 1 Α παρ. 1 εδ. α΄ για τους αλλοδαπούς γονείς χρησιμοποιείται η διατύπωση «νόμιμη διαμονή», αντί της «μόνιμης και νόμιμης κατοικίας», που χρησιμοποιείται εν προκειμένω στο άρθρο 1 Α παρ.2 για τα τέκνα. Εδώ ο νομοθέτης φαίνεται, ότι προσδιορίζει ποιοτικά στενότερο δεσμό του τέκνου με τη χώρα («νόμιμη και μόνιμη κατοικία») σε σύγκριση με τη χαλαρότερη διατύπωση που χρησιμοποιεί για να προσδιορίσει το δεσμό των γονέων αυτού («νόμιμη διαμονή») με τη χώρα στο άρθρο 1Α παρ.1 εδ. α΄ του κατατεθειμένου στη Βουλή προσχεδίου του νόμου. Αυτό επαναλαμβάνεται και στην προστιθέμενη διάταξη του άρθρου 1Α παρ. 3, σύμφωνα με το οποίο: «Η ελληνική ιθαγένεια αποκτάται από τέκνα αλλοδαπών με δήλωση των γονέων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων του παρόντος άρθρου, μόνον εφ’ όσον και οι δύο γονείς τους διαμένουν νομίμως στην Ελλάδα δυνάμει σχετικού νόμιμου τίτλου σε ισχύ.»

Βέβαια και στην περίπτωση εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 1 Α ισχύουν όσα αναφέραμε παραπάνω για τα νομικά «παράθυρα» παράκαμψης της υποχρέωσης υποβολής αιτήματος και από τους δύο γονείς, μέσω της ευρείας ερμηνείας της έννοιας της μονογονεϊκής οικογένειας.
Επίσης, ισχύουν όσα αναφέραμε και για την παράγραφο 1, σχετικά με την ανεμπόδιστη απομάκρυνση από τη χώρα του ανήλικου αλλοδαπού, ευθύς αμέσως συμπληρώσει την εξαετή του φοίτηση στο σχολείο και λάβει την ιθαγένεια. Επομένως και στην περίπτωση αυτή, αποκτάται ένας αμετάκλητος νομικός δεσμός με την χώρα, δίχως όμως την οικοδόμηση πραγματικών βιοτικών σχέσεων σε αυτήν.

Είναι πάντως θετικό σημείο ως προς αυτή τη διάταξη η απαίτηση σχετικού νόμιμου τίτλου σε ισχύ για την απόδειξη της νομιμότητας της διαμονής και των δύο αλλοδαπών γονέων του υποψήφιου να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια τέκνου.

- Β) Οι ανωτέρω ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του προτεινόμενου νέου άρθρου 1Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας πρέπει να εξεταστούν και υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 23 του εν λόγω νομοσχεδίου. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό:
«Αλλοδαποί οι οποίοι κατά το άρθρο 1 Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας όπως αυτό προστίθεται με το άρθρο 1 παρ. 2 του παρόντος νόμου θα εδικαιούντο κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια με σχετική δήλωση και αίτηση εγγραφής στα οικεία δημοτολόγια εντός τριετίας από την ενηλικίωσή τους και έχουν ήδη ενηλικιωθεί, μπορούν να υποβάλουν τη δήλωση και τη σχετική αίτηση εντός τριετίας από την έναρξη ισχύος του παρόντος, με τους εκεί προβλεπόμενους όρους και υποχρεώσεις. Τα ποινικά κωλύματα της πολιτογράφησης που προβλέπονται με το άρθρο 5 και ο έλεγχος ασφαλείας του άρθρου 5Β του παρόντος τυγχάνουν εφαρμογής και για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εφαρμοζομένων αναλόγως των αντιστοίχων διαδικασιών και προθεσμιών που προβλέπονται για την πολιτογράφηση. Η ιθαγένεια αποκτάται από την υποβολή της δήλωσης και αίτησης.»

Και στο συγκεκριμένο άρθρο υπήρξε η θετική προσθήκη του δευτέρου εδαφίου, σύμφωνα με το οποίο ελέγχεται το ποινικό παρελθόν και η τυχόν συνδρομή λόγων δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας του ενηλίκου πλέον αλλοδαπού. Δεν θίγεται όμως η βασική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία η ιθαγένεια, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 1Α του προσχεδίου μπορεί να αποδοθεί εκ των υστέρων και μάλιστα, χωρίς κανένα περιορισμό ως προς την σημερινή ηλικία του αλλοδαπού. Η εκ των υστέρων «ελληνοποίηση» σύμφωνα με τη διάταξη αυτή θα έχει σοβαρές συνέπειες στην ελληνική κοινωνία, διότι δίδει τη δυνατότητα για μαζικές ελληνοποιήσεις μεγάλου αριθμού αλλοδαπών, ιδίως με την αξιοποίηση των «νομικών παραθύρων» που περιγράφηκαν παραπάνω, χωρίς ωστόσο να έχει ελεγχθεί προσηκόντως η ομαλή ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία. Από τη στιγμή που, όπως αποδείξαμε, το κρίσιμο γεγονός της γέννησης ή της φοίτησης του αλλοδαπού στην Ελλάδα δεν συνδέεται κατ’ ανάγκην με το καθεστώς νομιμότητας του (τη στιγμή της γέννησης ή της φοίτησης) επέρχεται ένα ρήγμα που πιθανόν θα επιτρέψει την ιθαγενοποίηση απροσδιορίστου αριθμού ενηλίκων αλλοδαπών που έχουν σήμερα ή μελλοντικά θα αποκτήσουν τη σχετική άδεια διαμονής στη χώρα, κατά την τριετία ισχύος της εν λόγω μεταβατικής ρύθμισης.

Στο σημείο αυτό το ενδιαφέρον εστιάζεται στην περίπτωση εφαρμογής της μεταβατικής ρύθμισης για την κατηγορία των αλλοδαπών που δύνανται να υπαχθούν στην παρ. 2 του άρθρου 1 Α του υπό τροποποίηση Κ.Ε.Ι. Στην περίπτωση αυτή, δίδεται η δυνατότητα σε οποιονδήποτε αλλοδαπό που φοίτησε οποτεδήποτε κατά το παρελθόν σε ελληνικό σχολείο για μια εξαετία να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια εφόσον σήμερα (ή εντός της επόμενης τριετίας) γίνει κάτοχος άδειας διαμονής. Έτσι π.χ., ένας αλλοδαπός που ζει στην Ελλάδα νόμιμα ή θα έρθει να εργαστεί σε αυτή μέσα στην κρίσιμη τριετία, μπορεί να αποκτήσει άμεσα την ελληνική ιθαγένεια εφ' όσον αποδείξει την εξαετή φοίτηση του σε ελληνικό σχολείο.

Είναι όμως δυνατόν ένας λ.χ. 40άρης ή 50άρης αλλοδαπός που μένει ή πρόκειται να μείνει στη χώρα να μπορεί επικαλεστεί ότι όταν ήταν παιδί φοίτησε σε ελληνικό σχολείο και να ζητήσει ελληνική ταυτότητα; Θεωρητικά μπορεί. Επιπλέον σε μια τέτοια περίπτωση ανακύπτουν σοβαρά ζητήματα. Και εξηγούμαστε: Μπορεί άραγε το κράτος να ελέγξει τη γνησιότητα των βεβαιώσεων φοίτησης, απολυτηρίων κ.λπ. ιδίως αν έχει μεσολαβήσει ικανό χρονικό διάστημα και λ.χ. τα σχολικά αρχεία έχουν ενδεχομένως καταστραφεί (τυχαία ή μη);

Οι υποθέσεις αυτές δεν είναι τόσο υπερβολικές, όσο εκ πρώτης όψεως φαίνονται, ιδιαίτερα για όσους γνωρίζουν, τι έχει συμβεί σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν. Για παράδειγμα μόλις ψηφίστηκε ο ν. 3536/2007, (ΦΕΚ Α΄ 42/23.2.2007) που έδινε τη δυνατότητα νομιμοποίησης στους αλλοδαπούς γονείς με τέκνο που φοιτούσε σε ελληνικό σχολείο και είχε εγγραφεί σε αυτό πριν τις 31.12.2004, παρουσιάστηκε μαζικά το φαινόμενο προσκόμισης πλαστών σχολικών βεβαιώσεων που συνοδεύτηκε από «τυχαία» συμβάντα καταστροφής σχολικών αρχείων. Δεν βρίσκουμε λοιπόν τον λόγο, γιατί και κατά τη διαδικασία απονομής ελληνικής ιθαγένειας να μην είναι δυνατή η επανάληψη αντίστοιχων φαινομένων, τη στιγμή μάλιστα που σε σύγκριση με την ρύθμιση του ν. 3536/2007, θα είναι πολύ δυσχερέστερη η εξακρίβωση της φοίτησης στο ελληνικό σχολείο, λόγω παρέλευσης πιθανόν μεγάλου χρονικού διαστήματος από την ολοκλήρωσή της!

Στο σημείο αυτό, δηλώνουμε την αντίθεση μας σε μεταβατικές διατάξεις εκ των υστέρων απονομής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς, διότι πιστεύουμε ότι η κτήση ιθαγένειας πρέπει να είναι το επιστέγασμα μιας συνειδητής πορείας ένταξης στο εθνικό μας σύνολο, μέσα από προκαθορισμένους κανόνες. Προϋποτίθεται δηλ. μια σχετική ψυχολογική διεργασία συνδεδεμένη με μία περίοδο ωρίμανσης και προετοιμασίας για αρμονική ένταξη στην ελληνική κοινωνία και ταυτότητα.

Έδωσε όμως άραγε το κράτος μέχρι σήμερα την παραπάνω δυνατότητα στους μακροχρόνια διαμένοντες αλλοδαπούς; Η αλήθεια είναι πως όχι. Αντίθετα, οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίστηκαν ως επί το πλείστον ευκαιριακά και πρόχειρα ως οικονομικοί μετανάστες. Στο πλαίσιο αυτό, τέθηκαν στην πράξη και με καταχρηστική εφαρμογή του ισχύοντος δικαίου γραφειοκρατικά προσχώματα στην απόκτηση από αυτούς αδειών διαμονής μακράς διάρκειας.

Η λανθασμένη όμως αυτή τακτική δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να σημαίνει, ότι το παραπάνω σφάλμα θα διορθωθεί με τη διάπραξη ενός μεγαλύτερου. Και τούτο, διότι η απόδοση της ιδιότητας του Έλληνα ιθαγενούς δεν μπορεί απλώς και μόνο να δίδεται σε πολλές περιπτώσεις ως ευκαιριακό «καταπραϋντικό παυσίπονο» σε ανθρώπους, οι οποίοι καταλήγουν να την αποκτούν, όχι επειδή συνειδητά μπήκαν στη διαδικασία να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία, ώστε να ελληνοποιηθούν, αλλά επειδή απλώς και μόνο η κτήση αυτής της ιδιότητας λειτουργεί προς το ατομικό τους συμφέρον. Δεν αποκλείεται δε στο μέλλον, όπως αποδεικνύει άλλωστε και η διεθνής εμπειρία (π.χ. εξέγερση ιθαγενοποιημένων Γάλλων μεταναστών στη Γαλλία κ.ά.), οι άνθρωποι αυτοί ή τα παιδία τους, ως Έλληνες πολίτες πλέον, να βρουν την ευκαιρία να εκφράσουν την συσσωρευμένη δυσαρέσκεια τους για τα κακώς κείμενα της χώρας, που λόγω της ανευθυνότητας των αρμόδιων φορέων βίωσαν και ακόμη βιώνουν. Τότε όμως ίσως να είναι πλέον αργά για διορθωτικές κινήσεις, που θα μπορούν να ανατρέψουν άρδην μία ήδη διαμορφωμένη κατάσταση.

Σε κάθε περίπτωση, εφόσον η κυβέρνηση εμμένει στην θέσπιση μεταβατικής διάταξης, προς αποφυγή θεσμικών καταχρήσεων, όπως εκείνες που αφήσαμε να εννοηθούν παραπάνω, προτείνουμε να θεσπιστεί ένας χρονικός περιορισμός: Ότι οι εν λόγω αλλοδαποί θα πρέπει να είναι γεννημένοι π.χ. από την 01.01.1986 και ύστερα, προκειμένου να τους χορηγηθεί το δικαίωμα του άρθρου 23 του προσχεδίου νόμου.

4. Σχόλιο ως προς τις προϋποθέσεις απόδοσης ελληνικής σε αλλοδαπά τέκνα, εφόσον οι γονείς τους γεννήθηκαν στην Ελλάδα και κατοικούν νόμιμα στη χώρα.
Το Άρθρο 1 Α παρ. 9 αναφέρει τα εξής:
«Την Ελληνική Ιθαγένεια αποκτά από τη γέννησή του, χωρίς να απαιτείται δήλωση και αίτηση των γονέων ή του ιδίου, όποιος γεννιέται σε ελληνικό έδαφος, εφόσον:
α. ένας από τους γονείς του έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και κατοικεί μόνιμα στη χώρα από τη γέννησή του ή
β. δεν αποκτά αλλοδαπή ιθαγένεια με τη γέννησή του ούτε μπορεί να αποκτήσει τέτοια με σχετική δήλωση των γονέων του στις οικείες αλλοδαπές αρχές, αν το δίκαιο της ιθαγένειας των γονέων του απαιτεί την υποβολή παρόμοιας δήλωσης, ή
γ. είναι άγνωστης ιθαγένειας, εφόσον η αδυναμία διαπίστωσης της τυχόν αποκτώμενης με τη γέννηση αλλοδαπής ιθαγένειας δεν οφείλεται σε άρνηση συνεργασίας γονέα".

Και η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε σε σχέση με το κείμενο του άρθρου 1 Α παρ. 4 του αρχικού σχεδίου νόμου[10]. Με τη νέα διατύπωση ο νομοθέτης προσπάθησε να καλύψει ορισμένα κενά που άφηνε η προηγούμενη διατύπωση, χωρίς όμως να μεριμνήσει για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που προκύπτουν από το στοιχείο α΄ του άρθρου 1 Α παρ. 9 του προσχεδίου νόμου (αντιστοιχεί στο στοιχείο γ΄ του άρθρου 1 Α παρ. 4 του προηγούμενου σχεδίου νόμου), το οποίο δεν τροποποιήθηκε. Ισχύει επομένως επ’ αυτού η κριτική που εκτέθηκε στην πρώτη συμβολή μας[11].

Προβληματικό στοιχείο αποτελεί εδώ το ότι η παραπάνω διάταξη οδηγεί αυτόματα στην απόδοση ελληνικής ιθαγένειας από τη γέννησή τους σε άτομα των οποίων ο ένας γονέας έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και κατοικεί μόνιμα στη χώρα από τη γέννησή του. Και τούτο, διότι το γεγονός και μόνο ότι ένας από τους αλλοδαπούς γονείς του γεννημένου στην Ελλάδα τέκνου έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και κατοικεί μόνιμα στη χώρα, δεν αποτελεί εκ των ουκ άνευ ασφαλές εχέγγυο για την αυτόματη ελληνοποίηση του εν λόγω τέκνου από τη γέννηση του, χωρίς καν να απαιτείται από το νομοθέτη σχετική δήλωση και αίτηση των γονέων ή του ιδίου του τέκνου.

Αποτελεί παράδοξο το γεγονός ότι σε αυτή την περίπτωση χορηγείται αυτόματα η ελληνική ιθαγένεια σε αλλοδαπό τέκνο, χωρίς να εξετάζεται επουδενί, το νομικό status των γονέων του, ούτε βέβαια και η ομαλή ένταξη αυτών στην ελληνική κοινωνία, καθώς και η εν γένει συμπεριφορά τους απέναντι στους θεσμούς, που θα μπορούσε να έχει σημασία, ιδιαίτερα, όταν αυτή είναι παραβατική ή αντιβαίνει στην εθνική ασφάλεια. Ομοίως, δεν εξετάζεται το αν το συγκεκριμένο άτομο που λαμβάνει την ελληνική ιθαγένεια εξακολουθεί να διαβιώνει για ορισμένο διάστημα στην Ελλάδα, έχοντας αναπτύξει ουσιαστικούς δεσμούς με τη χώρα.

Υπό αυτές τις συνθήκες αλλοδαπό τέκνο, του οποίου ένας γονέας (π.χ. ο πατέρας) διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα από τη γέννησή του, ανεξαρτήτως του αν αυτός ο γονέας έχει νομιμοποιηθεί ή πληροί τις προϋποθέσεις νομιμοποίησης του στη χώρα, αποκτά αυτομάτως την ελληνική ιθαγένεια από τη γέννησή του, χωρίς καμία περαιτέρω γραφειοκρατική διαδικασία. Για το νομοθέτη είναι αδιάφορο, αν μετά την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας το συγκεκριμένο πρόσωπο διαβιώνει σε άλλη χώρα, χωρίς να διατηρεί στην ουσία δεσμούς με την Ελλάδα.

Δημιουργείται έτσι το άτοπο, ότι αλλοδαπά πρόσωπα που εμπίπτουν στην παραπάνω διάταξη, ακόμα μπορούν να αποκτήσουν αυτόματα την ελληνική ιθαγένεια δίχως στην ουσία να διατηρούν κάποιο διαρκή και ουσιαστικό δεσμό με τη χώρα, μόνο και μόνο επειδή συνέβη να γεννηθούν στην Ελλάδα και επιπλέον ένας από γονείς του γεννήθηκε και κατοικεί μόνιμα στην Ελλάδα από τη γέννησή του.

Οι προσθήκες στα στοιχεία β΄ και γ΄ του προσχεδίου ναι μεν αποσαφηνίζουν ορισμένα ζητήματα που μπορεί να προκύψουν σε ανιθαγενή τέκνα που γεννιούνται στην Ελλάδα, ιδίως σε περιπτώσεις, όπου οι γονείς τους αρνούνται να αποκαλύψουν την πραγματική ιθαγένεια τους ή το κράτος προέλευσης τους, προκειμένου τα τέκνα τους να υπαχθούν στις εν λόγω διατάξεις (στοιχ. γ΄ του άρθρου 1 Α παρ. 9), ή όταν το δίκαιο ιθαγένειας των γονέων του γεννηθέντος στην Ελλάδα τέκνου δεν οδηγεί τελικά στην αυτόματη απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας (στοιχ. β΄ του άρθρου 1 Α παρ. 9). Στην πραγματικότητα όμως δεν αλλάζουν κάτι ουσιαστικό σε σχέση με την προηγούμενη διατύπωση του σχεδίου νόμου, καθώς τα παραπάνω θα μπορούσαν να εννοηθούν ερμηνευτικά και από την προηγούμενη, λιγότερο όμως λεπτομερή διατύπωση του σχεδίου νόμου.


IΙΙ. ΣΧΟΛΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ


1. Ορισμένα θετικά στοιχεία του προσχεδίου νόμου
Ως προς τις προϋποθέσεις πολιτογράφησης εκφράζεται σχετική ικανοποίηση, διότι το προσχέδιο νόμου περιλαμβάνει σημαντικές τροποποιήσεις και προσθήκες, που αυστηροποιούν το καθεστώς πολιτογράφησης αλλοδαπών προς τη σωστή κατεύθυνση σε σχέση με το προηγούμενο σχέδιο νόμου. Με βάση αυτές τις προσθήκες εισάγεται πληρέστερος έλεγχος ως προς τη διακρίβωση των προϋποθέσεων που αφορούν στην ομαλή ένταξη του αιτούντος στην ελληνική κοινωνία, στην αρτιότητα του χαρακτήρα του, αλλά και στο βαθμό υιοθέτησης από τον αιτούντα της ελληνικής πολιτιστικής και πολιτικής ταυτότητας. Αφόρα δηλ. εμμέσως στην εξέταση του κατά πόσο ο αιτών είναι ομαλά ενταγμένος στην ελληνική κοινωνία, τον ελληνικό πολιτισμό και εν γένει την ελληνική ταυτότητα. Στοιχεία που είχαμε προτείνει εξαρχής ότι θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται στην τελική ρύθμιση, σύμφωνα άλλωστε και με όσα ισχύουν και σε πολλά σύγχρονα κράτη του δυτικού κόσμου.

-Α Ως ενδεικτικό παράδειγμα αναφέρεται το άρθρο 5Α παρ. 1 στοιχείο β΄ εδάφιο β΄ , όπου ορίζεται πλέον ρητά ότι:
«Για την διακρίβωση της ομαλής ένταξης του αιτούντος στην ελληνική κοινωνία συνεκτιμώνται ιδίως στοιχεία, όπως η εξοικείωση με την ελληνική ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό, η επαγγελματική και εν γένει οικονομική δραστηριότητά του, τυχόν δημόσιες ή κοινωφελείς δραστηριότητές του, ενδεχόμενη φοίτησή του σε ελληνικούς εκπαιδευτικούς φορείς, η συμμετοχή του σε κοινωνικές οργανώσεις ή συλλογικούς φορείς μέλη των οποίων είναι Έλληνες πολίτες, τυχόν συγγενικός τους δεσμός και εξ αγχιστείας με Έλληνα πολίτη, η εκ μέρους του σταθερή εκπλήρωση φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεών του, η κατά κυριότητα κτήση ακινήτου για κατοικία και η εν γένει περιουσιακή του κατάσταση...».

Εξίσου θετική είναι και η προσθήκη του άρθρου 5 Α στοιχ. γ΄ εδ. α΄ και β΄, όπου προσδιορίζεται ως επιπλέον προϋπόθεση η αξιολόγηση ορισμένων βασικών στοιχείων του χαρακτήρα του υπό πολιτογράφηση υποψηφίου:
«να συμμετέχει ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της χώρας, σεβόμενος τις θεμελιώδεις αρχές οι οποίες την διέπουν. Για τη δυνατότητα συμμετοχής στην πολιτική ζωή συνεκτιμώνται ιδίως στοιχεία όπως η επαρκής εξοικείωση με τους θεσμούς του πολιτεύματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και την πολιτική ζωή της χώρας και η βασική γνώση της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, ιδίως της σύγχρονης. Ειδική βαρύτητα στην εκτίμηση περί υιοθέτησης της ελληνικής πολιτικής ταυτότητας έχουν η ενδεχόμενη συμμετοχή σε συλλογικούς φορείς, πολιτικές ενώσεις ή σωματεία όπου συμμετέχουν και Έλληνες πολίτες, καθώς και η τυχόν προηγούμενη συμμετοχή στις εκλογές της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης».

Προβληματικός είναι ωστόσο ο αποτελεσματικός έλεγχος των παραπάνω προϋποθέσεων. Σε αυτόν θα μπορούσαν να συμβάλλουν αρμόδια γραφεία για την ενσωμάτωση μεταναστών, που θα έπρεπε να ιδρύονται σε κάθε δήμο ή νομαρχία και τα οποία, μεταξύ άλλων, θα συμβάλλουν στην ενσωμάτωση των αλλοδαπών μεταναστών στην ελληνική κοινωνία και θα είναι επιφορτισμένα και με τον κατά το δυνατό έλεγχο των ανωτέρω στοιχείων π.χ. με την τήρηση σχετικών αρχείων για αλλοδαπούς μετανάστες που κατοικούν σε αυτούς, χωρίς βέβαια να υπερβαίνουν τα συνταγματικά όρια της προσωπικής τους σφαίρας. Αυτό ισχύει για παράδειγμα και στη Γαλλία, όπου αντίστοιχα στοιχεία πιστοποιούνται με σχετική έρευνα, η οποία διεξάγεται σε επίπεδο νομαρχιών.

Θετική είναι επίσης και η εισαγωγή μέσω του άρθρου 5Α παρ. 2 ειδικής δοκιμασίας (τεστ), που η αρμόδια Επιτροπή Πολιτογράφησης μπορεί να διεξάγει, προκειμένου να διακριβωθεί η συνδρομή των επιμέρους ουσιαστικών προϋποθέσεων του άρθρου 5 Α παρ. 1. Στο σημείο αυτό θεωρούμε όμως ορθότερο η ανωτέρω ειδική δοκιμασία να οριστεί ως υποχρεωτική για όλους τους υποψήφιους προς πολιτογράφηση αλλοδαπούς, όπως ισχύει κατά κανόνα π.χ. σε χώρες όπως η Γερμανία, η Δανία, οι ΗΠΑ κ.ά.
Σημαντικό είναι και το νέο άρθρο 5Β εδ. α΄, όπου προστίθεται ότι:
«Στο πρόσωπο του αλλοδαπού που επιθυμεί να γίνει Έλληνας πολίτη δεν θα πρέπει να συντρέχουν λόγοι δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας».
Στην περίπτωση όμως αυτή, ανακύπτει ζήτημα ως προς την υποχρέωση αιτιολογίας των αποφάσεων επί των αιτημάτων πολιτογράφησης, σύμφωνα το τροποποιούμενο άρθρο 8 παρ. 2 του Κ.Ε.Ι., όταν οι λόγοι δημοσίας ή εθνικής ασφάλειας κρίνονται απόρρητοι και η τυχόν κοινοποίηση τους θα έβλαπτε το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον. Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να εξεταστεί –κατά παρέκκλιση προς τα ισχύοντα στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας- μια αυστηρότερη διαδικασία πρόσβασης στα σχετικά έγγραφα που τεκμηριώνουν τους λόγους ασφάλειας, από τον ενδιαφερόμενο αλλοδαπό και μόνο κατόπιν δικαστικής απόφασης που να την επιτρέπει.

-Β) Ως προς τα δικαιολογητικά πολιτογράφησης που ορίζονται στο άρθρο 6 του προσχεδίου νόμου σημειώνεται ότι ιδιαίτερα προβληματικό φαίνεται να είναι το στοιχείο β΄ του ανωτέρω άρθρου. Σε αυτό ορίζεται μεταξύ άλλων ως δικαιολογητικό για την πολιτογράφηση αλλοδαπού η υποβολή στην αρμόδια αρχή τριών συστατικών επιστολών Ελλήνων πολιτών, διαφόρων των παρισταμένων ως μαρτύρων κατά τη δήλωση ενώπιον του δημάρχου, που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα και κατοικούν μονίμως στον δήμο μόνιμης κατοικίας του αιτούντος ή συνδέονται επαγγελματικά μαζί του, εξαιρουμένων των συνδεομένων με αυτόν με συγγενικό δεσμό.

Πέραν του ότι η χορήγηση συστατικής επιστολής σε υπό πολιτογράφηση αλλοδαπούς από Έλληνα πολίτη ως καθαρά υποκειμενικό στοιχείο δεν μπορεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ως προς την πιστοποίηση των απαιτούμενων προϋποθέσεων για την πολιτογράφησή του ως Έλληνα, εκφράζεται παράλληλα και ο φόβος ότι θα γίνει κατάχρηση αυτής της προϋπόθεσης, έτσι ώστε είναι πιθανό να οδηγήσει σε παραεμπόριο συστατικών επιστολών από επιτήδειους εκμεταλλευτές αλλοδαπών μεταναστών. Θα ήταν επομένως μάλλον συνετό να επαλειφθεί αυτή η διάταξη.

2. Σχόλιο ως προς την προϋπόθεση της επταετούς νόμιμης διαμονής του υπό πολιτογράφηση αλλοδαπού
Αντίθετα με τις παραπάνω διατάξεις, που προστέθηκαν στο σχετικό προσχέδιο νόμου, και οι οποίες κρίνονται, ότι ως ένα βαθμό κινούνται σε θετική κατεύθυνση, πρέπει να επισημάνουμε, ότι η τροποποίηση της κρίσιμης διάταξης του άρθρου 5 στοιχείο δ΄ με την οποία είχαμε ασχοληθεί και στην πρώτη μας συμβολή δεν μπορεί κατά τη γνώμη μας να κριθεί ως επαρκής. Η διάταξη αυτή αποτελεί μία από τις κρίσιμες τυπικές προϋποθέσεις πολιτογράφησης αλλοδαπών. Επί λέξει αναφέρει ότι αλλοδαπός που επιθυμεί να γίνει Έλληνας πολίτης με πολιτογράφηση θα πρέπει μεταξύ άλλων:
«Να διαμένει στην Ελλάδα νόμιμα για επτά συνεχή έτη πριν από την υποβολή της αίτησης πολιτογράφησης. Στον παραπάνω κατά περίπτωση απαιτούμενο χρόνο δεν προσμετράται ο χρόνος που διάνυσε ο αλλοδαπός στην Ελλάδα ως διπλωματικός ή διοικητικός υπάλληλος ξένης χώρας. Για τους κατόχους ιθαγένειας κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τους συζύγους Έλληνα ή Ελληνίδας με τέκνο, όσους έχουν τη γονική μέριμνα τέκνου ελληνικής ιθαγένειας, τους αναγνωρισμένους πολιτικούς πρόσφυγες και ανιθαγενείς αρκεί η προηγούμενη νόμιμη διαμονή αυτών στην Ελλάδα επί μια τουλάχιστον συνεχή τριετία. Για τους συζύγους Ελλήνων διπλωματικών υπαλλήλων που έχουν συμπληρώσει, οποτεδήποτε, ένα έτος διαμονής στην Ελλάδα και υπηρετούν στο εξωτερικό, προσμετράται για τη συμπλήρωση του παραπάνω χρόνου και ο χρόνος παραμονής τους στο εξωτερικό λόγω της υπηρεσίας των Ελλήνων συζύγων τους. Για τους ομογενείς και για όσους έχουν γεννηθεί και κατοικούν συνεχώς στην Ελλάδα δεν απαιτείται η χρονική προϋπόθεση της επταετούς διαμονής.»

Με τη διάταξη αυτή τροποποιείται μερικώς η αντίστοιχη διάταξη του προηγούμενου σχεδίου νόμου[12]. Είναι κατ’ αρχήν θετικό στοιχείο ότι σε σύγκριση με το προηγούμενο σχέδιο νόμου, αυξάνεται ο απαιτούμενος χρόνος νόμιμης και συνεχούς διαμονής του αιτούντα την πολιτογράφηση από πέντε σε επτά έτη. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η ανακόλουθη πρόκριση της διαδικασίας πολιτογράφησης σε σχέση με τη διαδικασία χορήγησης άδειας επί μακρόν διαμένοντος, που θα δημιουργούσε σύγχυση, αν παρέμενε ως είχε[13].

Η προσθήκη του νομοθέτη στο άρθρο 5 στοιχείο ε΄ του σχετικού προσχεδίου, ότι ο αλλοδαπός που επιθυμεί να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση πρέπει να κατέχει μεταξύ άλλων και άδεια επί μακρόν διαμένοντος, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του π.δ. 150/2006 (ΦΕΚ Α’ 160), αποσαφηνίζει οριστικά το ανωτέρω θιγόμενο ζήτημα και κρίνεται θετική.

Πάντως, αν ληφθούν υπόψη οι σημερινές γραφειοκρατικές αγκυλώσεις του συστήματος, που έχουν οδηγήσει στην χορήγηση αδειών επί μακρόν διαμενόντων σε λίγες μόνο εκατοντάδες αλλοδαπούς από το 2005, οπότε και τέθηκε σε εφαρμογή η σχετική νομοθεσία, αντιλαμβανόμαστε ότι η απαίτηση της εν λόγω άδειας μπορεί να καταστεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για την πολιτογράφηση, ακόμα και όσων με το προηγούμενο καθεστώς θα πληρούσαν τις τυπικές προϋποθέσεις.

Το απαιτούμενο όμως χρονικό διάστημα της επταετούς νόμιμης διαμονής δεν μπορεί να θεωρείται επαρκές. Και τούτο δεδομένης της εκρηκτικής διάστασης του μεταναστευτικού προβλήματος στην Ελλάδα, που ευνοείται και από την ευαίσθητη γεωγραφική της θέση και άλλους παράγοντες. Και έχει οδηγήσει έτσι κατ’ επανάληψη σε νομιμοποιήσεις παράνομα εισελθόντων μεταναστών στη χώρα και εν συνεχεία σε διαδοχικές παρατάσεις των αδειών διαμονής τους κατά το δοκούν[14]. Έτσι όμως το ελληνικό κράτος προδίδει την αμηχανία και αδυναμία του να ασκήσει απόλυτα και με αποτελεσματικότητα τα κυριαρχικά του δικαιώματά και τις υποχρεώσεις του απέναντι στους Έλληνες πολίτες ως προς την αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων του, αλλά και τον επαρκή έλεγχο των παράνομων μεταναστών στο εσωτερικό της χώρας[15].

Θεωρείται επομένως αναγκαία η διεύρυνση του χρόνου νόμιμης, μόνιμης και συνεχούς κατοικίας των αιτούντων προσώπων από επτά σε τουλάχιστον εννέα έτη. Είναι παράλογο κράτη, που δεν αντιμετωπίζουν τόσο ισχυρές πιέσεις στα σύνορά τους από το εντεινόμενο μεταναστευτικό ρεύμα, να έχουν θεσπίσει μεγαλύτερο διάστημα νόμιμης διαμονής του αιτούντος την πολιτογράφηση από ότι η Ελλάδα. Ο λόγος γίνεται π.χ. για τη Γερμανία (8 χρόνια), Δανία (9 χρόνια) Αυστρία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία (10 χρόνια έκαστη χώρα), Ελβετία (12 χρόνια) κ.ο.κ.

Επί πλέον, για τους ίδιους λόγους θεωρούμε εύλογο, ότι για τους συζύγους Έλληνα ή Ελληνίδας με τέκνο ή όσους έχουν τη γονική μέριμνα τέκνου ελληνικής ιθαγένειας, τους αναγνωρισμένους πολιτικούς πρόσφυγες και ανιθαγενείς, ότι η προηγούμενη νόμιμη διαμονή αυτών στην Ελλάδα θα πρέπει να αυξηθεί από μια τουλάχιστον συνεχή τριετία σε μία τουλάχιστον συνεχή τετραετία. Θετική είναι πάντως η προσθήκη στο προσχέδιο νόμου, ότι η διαμονή των παραπάνω προσώπων θα πρέπει να είναι νόμιμη, όπως είχε επισημανθεί και στην προηγούμενη συμβολή μας[16].

Σχετικά με τους κατόχους ιθαγένειας κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης νομίζουμε, ότι θα πρέπει κατά κανόνα να τηρούνται οι ίδιες προϋποθέσεις πολιτογράφησης που ισχύουν και για τους πολίτες τρίτων χωρών. Αυτό εξάλλου ισχύει στα περισσότερα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε η Ελλάδα δεν έχει ιδιαίτερο λόγο να παρεκκλίνει από αυτή την πρακτική, εκτός και αν υπάρξουν ειδικές σχετικές διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες μεταξύ ενδιαφερόμενων κρατών, που θα επέτρεπαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

3. Πρόταση για αποποίηση της προηγούμενης ιθαγένειας
Επιπλέον, θεωρούμε κρίσιμο να συμπεριληφθεί, ως εν γένει προϋπόθεση για τη χορήγηση ελληνικής ιθαγένειας σε ενήλικες αλλοδαπούς τρίτων χωρών, η αποποίηση της προηγούμενης ιθαγένειάς τους. Τα αλλοδαπά τέκνα που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα ή μακροχρόνια κατοικούν στη χώρα και έχουν αποκτήσει αλλοδαπή και ελληνική ιθαγένεια θα υποχρεούνται εντός τριών ετών από την ενηλικίωσή τους να προβαίνουν σε αποποίηση της αλλοδαπής ιθαγένειας τους, εφόσον θέλουν να διατηρήσουν την ελληνική. Από αυτόν τον κανόνα εξαιρούνται οι πολίτες κρατών – μελών της ΕΕ ή άλλων κρατών που έχουν συνάψει σχετική συμφωνία με τη χώρα.

Αντίστοιχες περίπου ρυθμίσεις αποποίησης της προηγούμενης ιθαγένειας ισχύουν για τους αλλοδαπούς τρίτων χωρών σε χώρες όπως η Γερμανία, η Δανία, η Αυστρία, η Ολλανδία. κ.ά. Θα ήταν συνεπώς θεμιτό μία τέτοια ρύθμιση να ισχύσει και στην Ελλάδα. Όχι μόνο για τους λόγους που προηγουμένως επισημάνθηκαν αλλά και επειδή ότι πολλές γειτονικές χώρες της Ελλάδας δεν αποκρύπτουν τις εδαφικές τους διεκδικήσεις σε βάρος της, για την εδραίωση των οποίων επικαλούνται μεταξύ άλλων και την ύπαρξη ανύπαρκτων εθνικών μειονοτήτων στο ελληνικό έδαφος.

Αυτές οι βλέψεις θα μπορούσαν κάλλιστα να καλλιεργηθούν με την μαζική ελληνοποίηση αλλοδαπών μεταναστών, που θα μπορούσαν οι ίδιοι ή οι απόγονοί τους σε ανύποπτο χρόνο κατόπιν προπαγάνδας να θεωρήσουν εαυτούς ως μέλη «κατασκευασμένων» μειονοτήτων, δημιουργώντας στη χώρα σοβαρά ζητήματα εθνικής ασφάλειας και εδαφικής ακεραιότητας.

Η αποποίηση της προηγούμενης ιθαγένειάς τους θα μπορούσε να λειτουργήσει ως στοιχειώδες ανάχωμα μιας τέτοιας τάσης, δεδομένου ότι θα συνοδευόταν από διακοπή του νομικού και πολιτικού δεσμού τους με το κράτος της προηγούμενης υπηκοότητάς τους.

4. Συνοπτική παρατήρηση
Διακρίνεται πάντως μια ασυμμετρία ανάμεσα στις διατάξεις που αναφέρονται στις προϋποθέσεις πολιτογράφησης αλλοδαπών μεταναστών και σε αυτές που αναφέρονται στην απόδοση ιθαγένειας σε τέκνα αλλοδαπών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή παρακολούθησαν επιτυχώς ορισμένες τάξεις στο ελληνικό σχολείο. Και τούτο, διότι στην πρώτη περίπτωση προβλέπονται πλέον αρκετά αυστηρές προϋποθέσεις ως προς την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας σε πολλά σημεία ακόμα και σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς πολιτογράφησης, αποβλέποντας στον επαρκή έλεγχο του βαθμού της ενσωμάτωσης του αιτούντα στην ελληνική κοινωνία και στην πολιτική και πολιτιστική ταυτότητα.

Από την άλλη πλευρά, στη δεύτερη περίπτωση οι προϋποθέσεις είναι εξαιρετικά χαλαρές, και δεν αποσκοπείται ουσιαστικός έλεγχος του βαθμού ενσωμάτωσης των αλλοδαπών τέκνων στην ελληνική κοινωνία, την πολιτική και πολιτιστική ταυτότητα, παρά η ελληνική ιθαγένεια αποδίδεται σε αυτά σχετικά αυτοματοποιημένα. Σε αυτό λοιπόν το σημείο έγκειται η ανακολουθία της σκέψης και της βούλησης του νομοθέτη. Μια ανακολουθία που πρέπει να απαλειφθεί π.χ. με την προτεινόμενη αυστηροποίηση των προϋποθέσεων απόδοσης ελληνικής ιθαγένειας και στη δεύτερη περίπτωση των αλλοδαπών τέκνων που γεννήθηκαν ή διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα.

5. Παραχώρηση δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε αλλοδαπούς
Σχετικά με την παραχώρηση δικαιώματος του εκλέγειν και εν μέρει του εκλέγεσθαι σε αλλοδαπούς μετανάστες στις εκλογές της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης κατά τα άρθρα 14 επ. του προσχεδίου, που δεν τροποποιήθηκε τελικά, συνεχίζουμε να εκφράζουμε την αμφιβολία μας σχετικά με την συνταγματικότητα αυτού του μέτρου. Εμμένουμε έτσι στην κριτική που ασκήθηκε ως προς αυτό το ζήτημα στην προηγούμενη παρέμβασή μας[17]. Η θέση αυτή ενισχύεται μάλιστα, αν ληφθεί υπόψη ότι αυτή υποστηρίζεται εκτός των άλλων και από τον κυβερνητικό σύμβουλο, καθηγητή Δ. Τσάτσο[18].

Είναι πραγματικά άξιο απορίας, γιατί και υπό ποιό υπόβαθρο η ελληνική Κυβέρνηση ακροβατεί συνταγματικά με εξαιρετικό ζήλο, χορηγώντας το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι σε αλλοδαπούς μετανάστες με νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα επικαλούμενη μάλλον ευκαιριακά έννοιες όπως η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη στιγμή που έχει πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων το χρόνιο αίτημα της ελληνικής διασποράς για χορήγηση δικαιώματος ψήφου στους αποδήμους Έλληνες. Φαίνεται όμως ότι καμία ελληνική Κυβέρνηση δεν συμφέρει ως τώρα η χορήγηση του δικαιώματος ψήφου στους απόδημους Έλληνες του εξωτερικού, που έχουν ζωντανούς δεσμούς με την Ελλάδα. Ίσως επειδή αδυνατούν λόγω της έλλειψης εξαρτήσεων να χειραγωγήσουν την ψήφο τους, προσφέροντας τους τα γνωστά σε όλους «ρουσφέτια» και άλλου είδους «πολιτικές εξυπηρετήσεις».

Δεν είμαστε εναντίον της χορήγησης ψήφου σε νόμιμους μετανάστες. Πρέπει όμως πρώτα από όλα η απόδοση ενός τέτοιου δικαιώματος να είναι απόλυτα σύμφωνη με το Σύνταγμα, ώστε να αποφεύγονται θεσμικές διενέξεις, που υπονομεύουν όχι μόνο την ασφάλεια δικαίου, αλλά και την κοινωνική ασφάλεια. Κατανοητή θα ήταν η χορήγηση του δικαιώματος ψήφου σε αλλοδαπούς μετανάστες που είναι νόμιμοι και μόνιμοι κάτοικοι της χώρας, εφόσον αναθεωρηθεί προς αυτή την κατεύθυνση το ελληνικό Σύνταγμα.

Πέραν τούτων, πρέπει να γίνει αντιληπτό από τους αρμόδιους, ότι η αλόγιστη παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων σε αλλοδαπούς, δεδομένης και της γεωπολιτικής αστάθειας και ανασφάλειας που διέπει διαχρονικά την ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων, θα μπορούσε να ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου και στην Ελλάδα, ενόψει και της εφαρμογής του σχεδίου «Καλλικράτης», που φιλοδοξεί να αναδομήσει το έως τώρα ισχύον σύστημα τοπικής αυτοδιοίκησης. Τέτοιες ενέργειες θα μπορούσαν λ.χ. να ενισχύσουν πολιτικές ενώσεις, οι οποίες με πρόσχημα τη συμμετοχή τους κατ’ αρχήν στην τοπική αυτοδιοίκηση, θα μπορούσαν να προωθούν από τις θέσεις τους ξένα προς τον τόπο συμφέροντα.

Ένα σχετικό παράδειγμα από την ελληνική συνταγματική ιστορία, που αποτυπώνει τρόπον τινά τις πιθανές συνέπειες, που μπορεί να έχει η αλόγιστη άσκηση πολιτικής ως προς τη μαζική απόδοση ελληνικής ιθαγένειας και κατ’ επέκταση παροχής δικαιώματος ψήφου σε αλλοδαπούς, χωρίς όμως να έχει προηγηθεί ουσιαστικός έλεγχος της ενσωμάτωσης τους στον εθνικό και κοινωνικό ιστό, αποτυπώνει και ο καθηγητής συνταγματικού Α. Παντελής[19] και αφορά στον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε η ψήφος των μουσουλμάνων μαζικά ιθαγενοποιημένων Ελλήνων στις εκλογές του 1920 (δηλ. πριν την ανταλλαγή πληθυσμών), όπου ηττήθηκε η βενιζελική παράταξη με τις γνωστές για τον τόπο συνέπειες.

Είναι γεγονός συνεπώς ότι στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920 οι μουσουλμάνοι (ως επί το πλείστον τουρκικής καταγωγής), που ζούσαν σε όσες περιοχές προσαρτήθηκαν από τους Βαλκανικούς Πολέμους και μετά και οι οποίοι ως συνέπεια της εδαφικής μετα¬βολής είχαν αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, ομαδικά και χωρίς να εκφράσουν σχετικά τη θέληση τους, με πολιτοποίηση, ψήφισαν μαζικά τους αντιβενιζελικούς υποψηφίους. Έτσι, ιδίως η ψήφος αυτών των πληθυσμών (καθώς και των Εβραίων κατοίκων της Θεσσαλονίκης, αλλά και των Βουλγαροφρόνων) έγειρε αποφασιστικά την εκλογική ζυγαριά υπέρ των αντιβενιζελικών υποψηφίων. Είναι προφανές ότι στη δεδο¬μένη κρίσιμη συγκυρία οι Έλληνες μουσουλμάνοι ψήφισαν, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, με κριτήριο το συμφέρον της Τουρκίας και βρέθηκαν Έλληνες πολιτικοί που ευχαρί¬στως δέχτηκαν τις ψήφους τους[20].

Εφόσον ήδη υπάρχουν σχετικά προηγούμενα, γιατί άραγε δεν θα μπορούσε να συμβούν αντίστοιχα περιστατικά, υπό τις αναλογικές βέβαια περιστάσεις του σήμερα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν η πολιτική εξουσία λαμβάνει αποφάσεις που ευνοούν μεσοπρόθεσμα την ανάπτυξη συναφών συνθηκών;


ΙV. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Πρέπει να θεωρείται δεδομένος ο σεβασμός μας σε κάθε αλλοδαπό μετανάστη, όπως και σε κάθε άνθρωπο και ανθρώπινη αξία. Σεβασμός που θεμελιώθηκε και διαδόθηκε μάλιστα παγκοσμίως με βασικό εφαλτήριο τη διαχρονική ελληνική σκέψη και πολιτισμό. Υπάρχουν νομίζουμε σαφή όρια ανάμεσα στον έλλογο ανθρωπισμό και την δήθεν ανθρωπιστική - δημοκρατική ασυδοσία που καπηλεύεται την έννοια του ανθρωπισμού και της δημοκρατίας διαστρεβλώνοντάς τες.

Προηγείται λογικά στην παρούσα φάση η χάραξη μακροπρόθεσμης μεταναστευτικής στρατηγικής, ο αποτελεσματικός έλεγχος και η πραγματική καταγραφή των αλλοδαπών μεταναστών της χώρας, αλλά και της κατάστασής τους και έπεται το ζήτημα ιθαγενοποίησης αυτών των ανθρώπων. Κανείς δεν αρνείται ότι πρέπει να υπάρξει ανθρωπιστική μέριμνα για αυτούς τους ανθρώπους, ιδίως μάλιστα για τους πρόσφυγες, σε άμεση συνεννόηση με τα κράτη προέλευσής τους, τους αρμόδιους φορείς της Ε.Ε., του ΟΗΕ και άλλων διεθνών ή εθνικών οργανισμών και φορέων. Όσοι μετανάστες όμως δεν ανήκουν στην κατηγορία των προσφύγων και εισήλθαν παράνομα στη χώρα, αφού τους παρασχεθεί ανθρωπιστική βοήθεια, εφόσον την χρειάζονται, πρέπει, όπως ο νόμος ορίζει να επαναπροωθούνται άμεσα στις χώρες προέλευσής τους, και όχι να επιβραβεύονται με εκ των υστέρων νομιμοποιήσεις και τελικά με την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας σε αυτούς και τα παιδιά τους. Μια τέτοια τακτική πλήττει την αξιοπιστία του κράτους δικαίου, αλλά και την εικόνα της χώρας στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Υπό αυτές τις συνθήκες, θεωρούμε ότι το ζήτημα χορήγησης της ελληνικής ιθαγένειας και της κατάρτισης μεταναστευτικής πολιτικής θα πρέπει να αντιμετωπισθεί σαν εθνικό και να ζητηθεί ευρύτερη συναίνεση σε αυτό. Και τούτο, διότι σημαντικές διατάξεις του προσχεδίου νόμου προσκρούουν όχι μόνο στην κοινή λογική, αλλά και στο κοινό λαϊκό αίσθημα, έτσι ώστε μεσοπρόθεσμα αναμένεται να πυροδοτηθούν απρόβλεπτες προστριβές στην ελληνική κοινωνία με θύμα τον ελληνικό λαό και το ελληνικό κράτος.
Η εξαιρετική βιασύνη της ελληνικής κυβέρνησης να ψηφίσει το εν λόγω νομοσχέδιο ως επείγουσα προτεραιότητα εν μέσω της πρωτοφανούς δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης, που διέρχεται η χώρα, δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά και καχυποψία στη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού ως προς την ποιότητα των προθέσεων της Κυβέρνησης. Μια καχυποψία, η οποία ενισχύεται όταν η κοινή γνώμη αναγιγνώσκει δηλώσεις υποστηρικτών του συγκεκριμένου νομοσχεδίου που λ.χ. με παρρησία οχυρώνονται πίσω από θέσεις του τύπου ότι: «Η πιο σημαντική τομή που φαίνεται να κομίζουν οι νέες ρυθμίσεις για την απονομή ιθαγένειας σε μετανάστες/τριες συνίσταται στη ρήξη που επέρχεται στην «εθνική ταυτότητα» όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στο «συλλογικό φαντασιακό» των Ελλήνων επί πολλές δεκαετίες, λόγω μιας συστηματικής χειραγώγησης της κοινής γνώμης από παντελώς εσφαλμένες και επιστημονικά ατεκμηρίωτες αντιλήψεις περί «ιστορικής και πολιτισμικής συνέχειας».[21]

Ή

όταν με εξαιρετική ευκολία προτάσσεται από υπερασπιστές του νομοσχεδίου η άποψη ότι: «Το κύριο επιχείρημα όσων κινδυνολογούν επισείοντας απειλές «αλλοίωσης» του πληθυσμού από την ευχερέστερη απόδοση ιθαγένειας στα παιδιά των μεταναστών και τους γονείς τους είναι ότι απειλείται η "εθνική ομοιογένεια". Η επίκληση μιας υποτιθέμενης ενιαίας και μονολιθικής "εθνοθρησκευτικής ομοιογένειας" ... δεν είναι παρά ένας μύθος που αποτέλεσε πάντα εργαλείο αποκλεισμού και διακρίσεων με δυσμενείς συνέπειες για το συλλογικό συμφέρον και όχι μόνο για τα άμεσα και ορατά του θύματα.»[22]

Όπως και να έχει όμως, ακόμα και αν δεν τροποποιηθεί κατάλληλα το παρόν νομοσχέδιο πρέπει η πολιτική εξουσία να έχει κατά νου, ότι κάθε θεσμική ή πολιτική πρωτοβουλία που έρχεται ενάντια στην κοινωνία και τη λογική, ακόμη κι αν γίνει νόμος του κράτους δεν πρόκειται να μακροημερεύσει. Οι δε εμπνευστές τέτοιων πρωτοβουλιών εισπράττουν μεσοπρόθεσμα τις συνέπειες των πράξεων και παραλείψεων τους.

Ελευθέριος Δικαίος, Δικηγόρος, LL.M., Yπ. Δ.Ν
Αριστοτέλης Κατράνης, Δικηγόρος, Μ.Δ.

dikaiopolis.gr









ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...
Bookmark and Share